Υδράργυρος: Το 40% των Ευρωπαίων καταναλωτών εκτίθενται σε κίνδυνο και δεν τρέχει μία.

Share on facebook
Share on linkedin
Share on twitter
Share on email

Ζητάμε από τις αρχές την άμεση λήψη μέτρων για τον υδράργυρο στα ιχθυηρά με αναθεώρηση των ορίων προς τα κάτω.

Με αφορμή πρόσφατη ανακοίνωση των ΜΚΟ Bloom και Foodwatch (Οκτώβριος 2024) για ευρήματα υδραργύρου σε τόνο που ήταν μεν τα περισσότερα εντός των Ευρωπαϊκών ορίων (1 mg/kg), αλλά παρόλα αυτά ήταν αρκετά ψηλά τόσο, που φαίνεται να εκτίθεται ο καταναλωτής σε κίνδυνο άνοιξε η κουβέντα για τον υδράργυρο. Οι συγκεκριμένες ΜΚΟ θεώρησαν ότι τα όρια αυτά είναι πολύ ψηλά θα έπρεπε να είναι σε επίπεδα 0,3 mg/kg για τον τόνο, όριο που ισχύει π.χ. για τις σαρδέλες.

Υδράργυρος: Η τοξικότητα του υδραργύρου καταδείχθηκε μετά από το λεγόμενο συμβάν της Minamata (Ιαπωνία) το 1956 όταν τα απόβλητα εργοστασίου παραγωγής σόδας που ρύπαιναν για δεκαετίες τη θαλάσσια περιοχή της πόλης αυτής με υδράργυρο (ο υδράργυρος συνοδεύει συχνά τα ορυκτά πλούσια σε νάτριο για την παραγωγή σόδας) κατέληξε αυτός στα ψάρια, που στη συνέχεια έφθασε να επιβαρύνει σοβαρά την υγεία των κατοίκων. Οδήγησαν συγκεκριμένα σε βλάβη του νευρικού συστήματος και τελικά σε θάνατο σε κάποιες περιπτώσεις. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA, 2012) Ο συνήθως απαντώμενος σε ανόργανη μορφή υδράργυρος μεταμορφώνεται στα ψάρια στον λιποδιαλυτό μεθυλιούχο υδράργυρο, που είναι ακόμη πιο επικίνδυνος με επιπτώσεις στο ανοσοποιητικό. Η EFSA προτείνει μια ασφαλή ανεκτή εβδομαδιαία πρόσληψη των 1,3 μg/kg βάρους σώματος και συμπεραίνει, λαμβάνοντας υπόψη αναλυτικά δεδομένα από τον περιεχόμενο υδράργυρο σε ψάρια στην Ε.Ε., ότι ενώ ο μέσος καταναλωτής βρίσκεται σε ασφαλή επίπεδα για όλες τις ηλικιακές ομάδες εκτός από τα βρέφη (1 έως 3 ετών) που διατρέχουν κίνδυνο, οι πιο ακραίοι καταναλωτές μπορεί να φθάσουν και σε επίπεδα 5 φορές ανώτερα της ανεκτής δόσης. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να εκτιμήσει ότι το 40% των καταναλωτών στην Ευρώπη εκτίθενται σε κίνδυνο καταναλώνοντας μη ασφαλή τροφή, ενώ για τα βρέφη 1 έως 3 ετών ακόμη και ο μέσος καταναλωτής κινδυνεύει.

Όταν η επιστήμη κάνει πολιτική: Η EFSA στη γνωμάτευσή της (2012) όμως συνεχίζει, και παρά το σημαντικό αυτό εύρημα προτείνει και με δημόσια τοποθέτησή της (3/3/2017) για το θέμα, ότι η πιθανή λήψη μέτρων για τον υδράργυρο δεν θα πρέπει να οδηγήσει στον περιορισμό της κατανάλωσης ψαριών, τη στιγμή μάλιστα που αποτελούν βασική πηγή των λεγόμενων ωμέγα 3 λιπαρών οξέων μακράς αλυσίδας (EPA, DHA). Τα τελευταία φαίνεται ότι κάνουν καλό στην καρδιά (συντελούν στην καλή λειτουργία της) στην κυκλοφορία του αίματος και στην λειτουργία του εγκεφάλου. Αυτή η τοποθέτηση (statement) φυσικά περιπλέκει τα πράγματα και δεν είναι πια σαφές πόσο αυστηρά μέτρα πρέπει να πάρουν οι διαχειριστές του κινδύνου (Κομισιόν και αρμόδιες αρχές). Δηλαδή να προστατεύσουν τον καταναλωτή από τον υδράργυρο μειώνοντας πιθανά την κατανάλωση ψαριών ή να θεσπίσουν πιο ήπια μέτρα γνωρίζοντας ότι υπάρχει κίνδυνος από τον υδράργυρο αλλά ο καταναλωτής θα στερηθεί έτσι τα ωμέγα 3 λιπαρά; Αυτή φυσικά η γενικόλογη ρήση είναι ένα εργαλείο υπέρ της βιομηχανίας των ιχθυηρών, που προφανώς η EFSA δεν επιθυμεί να θίξει, αλλά το πρόβλημα κουκουλώνεται, αντί να επιλύεται γιατί: 1) δεν έχει διερευνηθεί αν η πιθανή απομάκρυνση από την αγορά μόνο εκείνων των ειδών με τα υψηλά επίπεδα μπορεί να υποκατασταθεί από λιγότερο επιβαρυμένα είδη (για να μην στερηθούν οι καταναλωτές τα περίφημα ωμέγα 3), π.χ. υποκατάσταση των επιβαρυμένων ειδών τόνου από τον τόνο skipjack. 2) H επιστημονική προσέγγιση θα ήταν να ποσοτικοποιηθεί ακριβέστερα η ανάγκη των ωμέγα-3, δηλαδή πόσα τελικά ωμέγα-3 χρειάζονται και σε τι κατανάλωση ψαριών αυτή αντιστοιχεί. Σύμφωνα με άλλη γνωμάτευση της EFSA (2010) με 2 γραμμάρια την ημέρα επιτυγχάνεται το επιθυμητό αποτέλεσμα της πρόσληψης των ωμέγα-3 λιπαρών από τα ψάρια. Για κάποια ψάρια αυτό αντιστοιχεί σε 300 g την εβδομάδα (σκουμπρί) ενώ για άλλα (σαρδέλες) απαιτείται 3πλάσια ποσότητα ψαριού. Μήπως τελικά το επιθυμητό αυτό αποτέλεσμα επιτυγχάνεται και για χαμηλότερα επίπεδα κατανάλωσης ψαριού; Εν τέλει τα λιπαρά αυτά (ωμέγα -3) μπορεί μεν να κάνουν καλό, αλλά και η μη κατανάλωσή τους δεν φαίνεται να έχει επιπτώσεις για ένα φυσιολογικό άτομο, δηλαδή δεν προκύπτει να είναι απαραίτητη. Δεν θα έπρεπε να διερευνηθεί η πιθανότητα περιορισμού της πρόσληψης υδραργύρου με λιγότερη ή διαφορετική σε είδος κατανάλωση ιχθυηρών για να περιοριστεί ο κίνδυνος;

Κάνοντας μια εκτίμηση κινδύνου, για τις περισσότερες  Ευρωπαϊκές χώρες η κατανάλωση τέτοιου πιθανά επιβαρυμένου με υδράργυρο τόνου σε επίπεδα του ορίου ξεπερνά κατά πολύ το επίπεδο ασφάλειας, ειδικά για τους λεγόμενους ακραίους καταναλωτές (δηλαδή εκείνους που καταναλώνουν τον περισσότερο τόνο από το 95% των εμπλεκομένων στη διαιτολογική μελέτη για κάθε χώρα). Υπόψη ότι η Ευρωπαϊκή Νομοθεσία θα πρέπει να προστατεύει και τον ακραίο καταναλωτή σύμφωνα με τις διακηρύξεις της. Τέτοια κίνηση δεν έγινε στην περίπτωσή μας και η λεγόμενη ανεξάρτητη EFSA δεν πρότεινε μια εναλλακτική πρόταση για την πρόσληψη των ομέγα-3. Αναιρεί δηλαδή η EFSA ουσιαστικά το έργο της και αφήνει τους νομοθέτες σε αμηχανία, ενώ το εμπόριο δεν θίγεται με τίποτε. Πόσο χρήσιμη είναι τότε μια τέτοια γνωμάτευση;

Η σημερινή νομοθεσία συντηρεί το πρόβλημα: Η Ευρωπαϊκή Νομοθεσία (κανονισμός 915/2023) τροποποιήθηκε χωρίς να πειράξει τα προηγούμενα όρια (1 mg/kg) αλλά θεσπίζοντας νέα όρια αυστηρότερα για είδη ψαριών που δεν είχαν συμπεριληφθεί στην προηγούμενη νομοθεσία (0,3 μg/kg). Έτσι κανένας δεν πείραξε τα ήδη υπάρχοντα όρια που οδήγησαν στο σημαντικό αυτό συμπέρασμα της EFSA για την μη ασφάλεια των καταναλωτών. Τα ψηλά αυτά όρια επιτρέπουν τη συνέχιση της επικίνδυνης κατάστασης, επειδή συμπεριλαμβάνουν είδη ευρείας κατανάλωσης όπως το λυθρίνι, η κουτσομούρα, ο ξιφίας, το μπαρμπούνι και ο τόνος.

Έχουν δίκιο οι ΜΚΟ για την διαμαρτυρία τους;: Το αποδεκτό ανώτατο επίπεδο κατανάλωσης ψαριού σε κονσέρβα από τα ψάρια της παραπάνω λίστας είναι 278 γραμμάρια την εβδομάδα (εάν το ψάρι αυτό βρίσκεται ακριβώς στο όριο για τον υδράργυρο) για άτομο 70 κιλών, αν λάβει κανείς υπόψη τον συντελεστή συμπύκνωσης. (Ο συντελεστής συμπύκνωσης κατά την επεξεργασία του τόνου ανέρχεται συνήθως στο 0,45 (δηλαδή από ένα κιλό αρχικού φρέσκου ψαριού προκύπτουν 450 γραμμάρια τόνου σε κονσέρβα, μια και τα νομοθετικά όρια ισχύουν για το φρέσκο ψάρι)). Καταναλωτές που καταναλώνουν περισσότερο μπαίνουν σε μη ασφαλή νερά με κίνδυνο της υγείας τους. Για τις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες η κατανάλωση τέτοιου τόνου ξεπερνά κατά πολύ το επίπεδο ασφάλειας για τους λεγόμενους ακραίους καταναλωτές (δηλαδή εκείνους που καταναλώνουν τον περισσότερο τόνο για το 95% των εμπλεκομένων στη διαιτολογική μελέτη για κάθε χώρα). Εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανένας από τα δεδομένα, ότι οι περισσότεροι που βρίσκονται πάνω από τον μέσο όρο κατανάλωσης εκτίθενται σε κίνδυνο. Υπενθυμίζουμε εδώ ότι η Ευρωπαϊκή Νομοθεσία θα πρέπει να προστατεύει και τον ακραίο καταναλωτή σύμφωνα με τις διακηρύξεις της. Άρα οι οργανώσεις αυτές έχουν δίκιο που διαμαρτύρονται και ζητούν να κατέβει το όριο. Ειδικά για την Ελλάδα με βάση την αποδεκτή από την EFSA διαιτολογική μελέτη, με 178 g τόνου την εβδομάδα για τον ακραίο καταναλωτή είμαστε σαφώς σε ασφαλή επίπεδα. Τι γίνεται όμως με τα υπόλοιπα ψάρια της φαρμακερής λίστας; Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη την καταχωρημένη κατανάλωση ιχθυηρών στην συγκεκριμένη μελέτη για την Ελλάδα, αν αυτή καλύπτεται μόνο με τα ψάρια της φαρμακερής λίστας φαίνεται ότι οι ακραίοι καταναλωτές στην Ελλάδα να ξεπερνάν το ανεκτό επίπεδο πρόσληψης κατά 5 φορές. Συνεπώς οι αρχές πρέπει να πάρουν τα μέτρα τους.

Μέτρα για το περιβάλλον: Πρέπει να τονιστεί η ανάγκη περιορισμού της ρύπανσης με υδράργυρο, αναφορικά κυρίως με το μερίδιο ευθύνης του ανθρώπου, μια και υπάρχουν και φυσικές διεργασίες που οδηγούν σε αυτή τη ρύπανση (π.χ. εκρήξεις ηφαιστείων). Συγκεκριμένα, οι πολέμιοι της απαγόρευσης της χρήσης του λιγνίτη, μια και τα λιγνιτωρυχεία θεωρούνται μια σημαντική πηγή επιβάρυνσης με υδράργυρο, πρέπει να γνωρίζουν ότι συντελούν με την εμμονή τους στη συνέχιση της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος και τελικά της διακινδύνευσης της δημόσιας υγείας. Οι λάμπες φθορίου, εάν πετάγονται σε ανοικτές και απροστάτευτες χωματερές, συντελούν και αυτές. Γενικά όλη η μεγάλη γκάμα των προϊόντων που περιέχουν υδράργυρο πρέπει να διαχειρίζεται σαν ειδικό απόβλητο. Δεν πρέπει να παρουσιάζεται ο ανθρώπινος παράγοντας στην υπόθεση αυτή τόσο σαν θύμα, γιατί είναι και θύτης μολύνοντας περιβάλλον αλλά και τελικά τον εαυτό του και οφείλει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα άμεσα. Η Ελληνική κυβέρνηση καλείται να ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή την αναθεώρηση των ορίων προς τα κάτω ώστε να διασφαλίζεται ασφαλής διατροφή για τους Ευρωπαίους καταναλωτές, με ταυτόχρονη διατήρηση διάθεσης στην αγορά ιχθυηρών για την κάλυψη των πραγματικών αναγκών σε ωμέγα-3 λιπαρά.

Δημήτρης Χρυσαφίδης, Δρ. Χημείας Τροφίμων

Μέλος των Πράσινων-Οικολογία

Διαβάστε επίσης